- ἐπεξέβησαν
- ἐπεκβαίνωgo out uponaor ind act 3rd plἐπεκβαίνωgo out uponaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεκβαίνω — ἐπεκβαίνω (AM) μσν. (για χρόνο) περνώ αρχ. 1. αποβιβάζομαι («ἐς τὴν γῆν ἐπεξέβησαν», Θουκ.) 2. (με αιτ.) (για κύμα) βγαίνω έξω στην ακτή … Dictionary of Greek